Τι εννοούμε με τον όρο Τυχαίωμα Επινεφριδίου;
Όπως υποδηλώνει το όνομά του, το τυχαίωμα του επινεφριδίου αποτελεί ένα μόρφωμα εντοπιζόμενο στο επινεφρίδιο, το οποίο ανακαλύφθηκε τυχαία στα πλαίσια απεικονιστικού ελέγχου της κοιλίας, όπως υπερηχογραφήματος, αξονικής τομογραφίας ή μαγνητικής τομογραφίας, για κάποια άλλη πάθηση.
Η ευρεία διαθεσιμότητα των νεότερων απεικονιστικών μεθόδων έχει ως αποτέλεσμα τη συχνότερη ανακάλυψη των τυχαιωμάτων των επινεφριδίων σε σύγκριση με το παρελθόν, με τη συχνότητα εμφάνισής τους στις μέρες μας να ανέρχεται στο 5% του πληθυσμού. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί πως το 15% των ασθενών με επινεφριδικό τυχαίωμα εμφανίζει κατά τη διάγνωση και ένα δεύτερο τυχαίωμα στο ετερόπλευρο επινεφρίδιο.
Διαγνωστική προσέγγιση
Η διαγνωστική προσέγγιση του τυχαιώματος του επινεφριδίου συνίσταται στη διερεύνηση τόσο της λειτουργικότητας – εκκριτικότητας του όσο και των χαρακτηριστικών του που ενδεχομένως εγείρουν την υπόνοια κακοήθειας. Η λειτουργικότητα και η υπόνοια κακοήθειας θα καθορίσουν εν συνεχεία και τη θεραπευτική προσέγγιση του επινεφριδικού τυχαιώματος.
Η διερεύνηση της λειτουργικότητας του τυχαιώματος του επινεφριδίου συνίσταται στην εκτίμηση της εκκριτικότητας του, δηλαδή της έκκρισης ή μη επινεφριδικών ορμονών. Διεθνείς πολυκεντρικές επιστημονικές μελέτες έχουν αναδείξει πως η πλειοψηφία των τυχαιωμάτων των επινεφριδίων (75 – 80%) δεν προκαλεί υπερέκκριση κάποιας επινεφριδικής ορμόνης (μη λειτουργικά τυχαιώματα).
Ωστόσο, το 20 – 25% των τυχαιωμάτων είναι υπεύθυνο για την υπερέκκριση κάποιας επινεφριδικής ορμόνης (λειτουργικά τυχαιώματα), συχνότερα της κορτιζόλης και κατά φθίνουσα συχνότητα της επινεφρίνης και νορεπινεφρίνης και τέλος της αλδοστερόνης.
Η εκτίμηση της λειτουργικότητας ενός τυχαιώματος του επινεφριδίου πραγματοποιείται με τη διενέργεια ειδικών βιοχημικών εξετάσεων αίματος και ούρων, που στοχεύουν στην ανίχνευση των ορμονών αυτών και των μεταβολιτών τους.
Η διερεύνηση της κακοήθους ή μη μορφολογίας του τυχαιώματος του επινεφριδίου πραγματοποιείται με τη διενέργεια απεικονιστικών εξετάσεων (αξονική και μαγνητική τομογραφία) και ακολούθως με την εκτίμηση συγκεκριμένων απεικονιστικών χαρακτηριστικών που εγείρουν την υποψία κακοήθειας, όπως η ύπαρξη αποτιτανώσεων/ασβεστώσεων πέριξ του τυχαιώματος, η παρουσία νεκρωτικής περιοχής εντός του μορφώματος καθώς επίσης και η ανάδειξη διογκωμένων περιοχικών λεμφαδένων ή σημείων διήθησης γειτονικών οργάνων, με τα δύο τελευταία να αποτελούν τα ισχυρότερα χαρακτηριστικά ενός κακοήθους τυχαιώματος.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως η λειτουργικότητα ενός τυχαιώματος του επινεφριδίου δεν αποκλείει το ενδεχόμενο της κακοήθειας, καθώς το 60% των κακοήθων επινεφριδικών τυχαιωμάτων προκαλεί την υπερέκκριση κάποιας επινεφριδικής ορμόνης.
Το μέγεθος ενός τυχαιώματος του επινεφριδίου αποτελεί έναν ακόμη σημαντικό παράγοντα καθορισμού της κακοήθους ή μη μορφολογίας του. Πολυάριθμες επιστημονικές μελέτες έχουν αναδείξει την ισχυρή συσχέτιση μεταξύ του αυξανομένου μεγέθους ενός τυχαιώματος και του κινδύνου κακοήθειας, με τον κίνδυνο να αυξάνει για τυχαιώματα μεγέθους άνω των 3 cm και να γίνεται δυσανάλογα αυξημένος για τυχαιώματα μεγέθους 6 cm ή μεγαλύτερα.
Θεραπευτική προσέγγιση
Η θεραπευτική προσέγγιση του τυχαιώματος του επινεφριδίου εξατομικεύεται σε κάθε ασθενή, λαμβάνοντας υπόψη τη λειτουργικότητα, ενδεχόμενα απεικονιστικά χαρακτηριστικά που υποδηλώνουν κακοήθεια καθώς και το μέγεθος του τυχαιώματος.
Η χειρουργική θεραπεία αποτελεί τη θεραπεία εκλογής των τυχαιωμάτων των επινεφριδίων που πληρούν τις ενδείξεις χειρουργικής αντιμετώπισης, οι οποίες συνίστανται σε:
- Λειτουργικά τυχαιώματα των επινεφριδίων
- Επινεφριδικά τυχαιώματα με απεικονιστικά χαρακτηριστικά ύποπτα κακοήθειας
- Επινεφριδικά τυχαιώματα με μέγεθος 4 cm ή μεγαλύτερο (3 cm ή μεγαλύτερο σε ασθενείς νεαρής ηλικίας)
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η παρακολούθηση του ασθενούς σε τακτική βάση με τη διενέργεια κλινικής εξέτασης, απεικονιστικών εξετάσεων και ενδεχομένως εξετάσεων εκτίμησης της λειτουργικότητας του τυχαιώματος αποτελεί την ενδεδειγμένη θεραπευτική προσέγγιση.