Θυρεοειδεκτομή: Η Ιδανική Θεραπεία της Νόσου Graves
Τι είναι η νόσος Graves και που οφείλεται;
Η νόσος του Graves είναι μία αυτοάνοση πάθηση και αποτελεί τη συχνότερη αιτία υπερθυρεοειδισμού παγκοσμίως. Επιδημιολογικές μελέτες αποδεικνύουν πως ευθύνεται για το 60 – 80% των περιπτώσεων υπερθυρεοειδισμού σε περιοχές με επαρκή διατροφική πρόσληψη ιωδίου.
Το γενεσιουργό αίτιο της νόσου του Graves αποτελεί η παρουσία ειδικών αυτοαντισωμάτων (TRAb) που ενεργοποιούν τον υποδοχέα της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH). Αποτέλεσμα του φαινομένου αυτού είναι η ανεξέλεγκτη και αυξημένη παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών από τον θυρεοειδή αδένα.
Πολλαπλές έρευνες έχουν εστιάσει στην αναγνώριση συγκεκριμένων προδιαθεσικών παραγόντων εμφάνισης της νόσου. Όλες οι έρευνες, ωστόσο, καταλήγουν στο συμπέρασμα πως το γυναικείο φύλο αποτελεί το μοναδικό προδιαθεσικό παράγοντα εμφάνισης της νόσου. Πιο συγκεκριμένα, η νόσος του Graves εμφανίζεται 4 – 6 φορές συχνότερα στο γυναικείο, συγκριτικά με το ανδρικό φύλο.
Ποια όργανα και συστήματα επηρεάζει η νόσος του Graves;
Η αυτόνομη και ανεξέλεγκτη υπερπαραγωγή θυρεοειδικών ορμονών στη νόσο του Graves δεν προκαλεί μόνο συμπτώματα και σημεία υπερθυρεοειδισμού. Αντιθέτως, αφενός επάγει τις συνέπειες του υπερθυρεοειδισμού στα διάφορα συστήματα του οργανισμού και αφετέρου χαρακτηρίζεται και από μοναδικές εκδηλώσεις της νόσου.
Πιο συγκεκριμένα, ο προκαλούμενος υπερθυρεοειδισμός συνεπάγεται τις μεταβολές διαφόρων συστημάτων του οργανισμού, όπως:
- Καρδιαγγειακό σύστημα: αρτηριακή υπέρταση, αρρυθμίες, κολπική μαρμαρυγή
- Μυοσκελετικό σύστημα: οστεοπενία, οστεοπόρωση
- Νευρικό σύστημα: νευρικότητα και τρόμος των άκρων, όξυνση των αντανακλαστικών
- Ψυχολογική σφαίρα: διάφορες νευροψυχολογικές εκδηλώσεις (ευερεθιστότητα, άγχος, δυσθυμία, κατάθλιψη)
Οι μοναδικές εκδηλώσεις της νόσου του Graves συνίστανται στην εμφάνιση οφθαλμοπάθειας (εξόφθαλμου), ο οποίος εμφανίζεται στο 50% των ασθενών καθώς και πάχυνσης του δέρματος των κάτω άκρων που παρατηρείται στο 1-2% των ασθενών.
Ποια είναι η θεραπεία της νόσου Graves;
Διάφορες μορφές θεραπείας έχουν προταθεί κατά καιρούς για την αντιμετώπιση της νόσου του Graves. Πιο αναλυτικά, οι θεραπευτικές επιλογές της νόσου περιλαμβάνουν:
- τη χορήγηση αντιθυρεοειδικών φαρμάκων
- τη χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου
- τη χειρουργική θεραπεία (ολική θυρεοειδεκτομή)
Κάθε μορφή θεραπείας της νόσου Graves συνοδεύεται τόσο από τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της, όσο και από τους περιορισμούς της.
Αναλυτικότερα, η χορήγηση αντιθυρεοειδικών φαρμάκων στοχεύει στον περιορισμό της παραγωγής ορμονών από τον θυρεοειδή αδένα και επιτυγχάνει εντός μερικών εβδομάδων τον έλεγχο της νόσου σε ένα μεγάλο ποσοστό των ασθενών. Ωστόσο, η λήψη της φαρμακευτικής αγωγής εφόρου ζωής αντενδείκνυται, ενώ η διακοπή της συνοδεύεται από την υποτροπή της νόσου σε αρκετούς ασθενείς.
Το ραδιενεργό ιώδιο στοχεύει στην καταστροφή των κυττάρων του θυρεοειδούς αδένα και ως εκ τούτου στον περιορισμό της παραγωγής των θυρεοειδικών ορμονών. Ωστόσο, η χορήγησή του συνεπάγεται την έκθεση του ατόμου σε ραδιενέργεια, ενώ αντενδείκνυται ως μορφή θεραπείας σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, εγκύους, όπως και σε ασθενείς με εξόφθαλμο που συχνά συνοδεύει τη νόσο.
Η χειρουργική θεραπεία, με τη μορφή της ολικής θυρεοειδεκτομής, αποτελεί, σύμφωνα με την τρέχουσα βιβλιογραφία, την αποτελεσματικότερη μορφή θεραπείας της νόσου του Graves και των επιπλοκών της.
Η επιστημονική έρευνα
Την απάντηση στο ερώτημα της αποτελεσματικότερης και βέλτιστης θεραπείας της νόσου του Graves έρχεται να δώσει μία έρευνα που δημοσιεύθηκε στο πλέον έγκριτο παγκοσμίως επιστημονικό περιοδικό χειρουργικής “Annals of Surgery“.
Η έρευνα συνέκρινε την αποτελεσματικότητα των αντιθυρεοειδικών φαρμάκων, του ραδιενεργού ιωδίου και της θυρεοειδεκτομής ως πρώτη γραμμή θεραπείας της νόσου του Graves, όπως επίσης και την αποτελεσματικότητα κάθε μορφής θεραπείας στον έλεγχο των επιπτώσεων και επιπλοκών της νόσου στα διάφορα συστήματα του οργανισμού.
Στην έρευνα συμπεριλήφθησαν, συνολικά, 6.385 ασθενείς με νόσο του Graves, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε μία μορφή θεραπείας της νόσου, ενώ παρακολουθούνταν, μετά τη θεραπεία, για ένα μέσο διάστημα 7,5 ετών.
Εκ των 6.385 ασθενών:
- το 74,9% (4.784 ασθενείς) έλαβε αντιθυρεοειδική φαρμακευτική αγωγή
- το 20% (1.274 ασθενείς) έλαβε ραδιενεργό ιώδιο
- το 5,1% (327 ασθενείς) υπεβλήθη σε θυρεοειδεκτομή
Τα ευρήματα της έρευνας
Η έρευνα, λοιπόν, αποκάλυψε πως κάθε μορφή θεραπείας συνοδεύεται από την αντίστοιχη αποτελεσματικότητα, τόσο όσον αφορά στον έλεγχο της θυρεοειδικής λειτουργίας, όσο και των επιπτώσεων της νόσου στα διάφορα όργανα και συστήματα του οργανισμού.
Η θυρεοειδεκτομή, ωστόσο, αποτέλεσε την αποτελεσματικότερη μορφή θεραπείας της νόσου του Graves.
Πιο αναλυτικά, η θυρεοειδεκτομή εμφάνισε:
- 64% και 55% ελαττωμένη θνητότητα από τη νόσο, σε σύγκριση με την αντιθυρεοειδική φαρμακευτική αγωγή και το ραδιενεργό ιώδιο, αντίστοιχα.
- 79% και 71% μειωμένο καρδιαγγειακό κίνδυνο, σε σύγκριση με την αντιθυρεοειδική φαρμακευτική αγωγή και το ραδιενεργό ιώδιο, αντίστοιχα.
- 90% και 74% ελαττωμένη πιθανότητα εμφάνισης κολπικής μαρμαρυγής μετά τη θεραπεία, σε σύγκριση με την αντιθυρεοειδική φαρμακευτική αγωγή και το ραδιενεργό ιώδιο, αντίστοιχα.
- 66% και 73% ελαττωμένη πιθανότητα εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη μετά τη θεραπεία, σε σύγκριση με την αντιθυρεοειδική φαρμακευτική αγωγή και το ραδιενεργό ιώδιο, αντίστοιχα.
- 72% και 70% βελτίωση των ψυχολογικών αλλοιώσεων της νόσου, συγκριτικά με την αντιθυρεοειδική φαρμακευτική αγωγή και το ραδιενεργό ιώδιο, αντίστοιχα.
Εξίσου, αν όχι πιο σημαντικό, όμως, είναι το γεγονός πως η θυρεοειδεκτομή εμφάνισε ένα ελάχιστο ποσοστό υποτροπής της νόσου της τάξεως του 2,4%, ακόμη και μετά την πάροδο 7,5 ετών από τη χειρουργική επέμβαση, συγκριτικά με τα ποσοστά υποτροπής 75,6% και 19,5% της αντιθυρεοειδικής φαρμακευτικής αγωγής και του ραδιενεργού ιωδίου, αντίστοιχα.
Ερμηνεία των αποτελεσμάτων – Η αξία της θυρεοειδεκτομής
Συγκριτικά με τις υπόλοιπες μεθόδους θεραπείας, η θυρεοειδεκτομή αποδεικνύεται η αποτελεσματικότερη και ταυτόχρονα οριστική θεραπεία της νόσου του Graves, διατηρώντας το άριστο θεραπευτικό αποτέλεσμά της ακόμη και μετά την πάροδο αρκετών ετών.
Επιπρόσθετα, η θυρεοειδεκτομή αποτελεί και τη μόνη θεραπευτική μέθοδο της νόσου του Graves που δεν φέρει κάποια αντένδειξη, παρά μόνον την ιδιαιτερότητα της προεγχειρητικής προετοιμασίας των ασθενών με χορήγηση αντιθυρεοειδικής φαρμακευτικής αγωγής με ή χωρίς β – αναστολείς για λίγες εβδομάδες πριν την επέμβαση, προς αποφυγή του κινδύνου θυρεοτοξικής κρίσης κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης.
Αντιθέτως, η χορήγηση αντιθυρεοειδικής φαρμακευτικής αγωγής ως οριστική θεραπεία της νόσου του Graves είναι πρακτικώς αδύνατη, καθώς η συγκεκριμένη αγωγή αντενδείκνυται να λαμβάνεται εφόρου ζωής, ενώ συχνότατα η διακοπή της συνεπάγεται την εκ νέου έξαρση της νόσου και την ανάγκη δραστικότερης θεραπείας.
Όσον αφορά στο ραδιενεργό ιώδιο ως θεραπευτική επιλογή, αυτό χαρακτηρίζεται, όπως έχουμε προαναφέρει, από συγκεκριμένες αντενδείξεις, ενώ οι ασθενείς όπως και οι οικείοι τους εκτίθενται σε μεγάλες δόσεις ραδιενέργειας.
Το πλέον σημαντικό, ωστόσο, πλεονέκτημα της θυρεοειδεκτομής έναντι των υπολοίπων μεθόδων είναι η δυνατότητα ιστολογικής εξέτασης του αφαιρεθέντος θυρεοειδούς αδένα. Η ιστολογική εξέταση ενδέχεται να αποκαλύψει την ύπαρξη κάποιας μορφής καρκίνου του θυρεοειδούς, ο οποίος όπως καθίσταται εύκολα αντιληπτό θα παρέμενε αδιάγνωστος εάν εφαρμόζονταν οι άλλες μορφές θεραπείας, με όποιες συνέπειες μπορεί να έχει το γεγονός αυτό για τους ασθενείς.
Συμπεράσματα
Συμπερασματικά, η θυρεοειδεκτομή αποτελεί την πλέον αποτελεσματική θεραπεία πρώτης γραμμής της νόσου του Graves. Η θυρεοειδεκτομή χαρακτηρίζεται από πολλαπλά πλεονεκτήματα έναντι των άλλων θεραπευτικών μεθόδων, όπως η σταθερότητα του θεραπευτικού αποτελέσματός της ακόμη και μετά την πάροδο αρκετών ετών και η αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της νόσου του Graves και των επιπτώσεων της στα διάφορα συστήματα του οργανισμού. Επιπρόσθετα, η θυρεοειδεκτομή χαρακτηρίζεται από σημαντικά ελαττωμένη θνητότητα από τη νόσο του Graves, συγκριτικά με τις υπόλοιπες μορφές θεραπείας, ενώ παρέχει και το μοναδικό πλεονέκτημα της ιστολογικής εξέτασης του αφαιρεθέντος θυρεοειδούς αδένα, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις, πλέον, αποκαλύπτει την ύπαρξη κάποιας μορφής καρκίνου του θυρεοειδούς, ο οποίος διαφορετικά θα παρέμενε αδιάγνωστος, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την υγεία και το προσδόκιμο του ασθενούς.